περιέστρεφε

περιέστρεφε
περϊέστρεφε , περιστρέφω
whirl round
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιστροφίς — ίδος, ἡ, Α 1. ξύλινο εξάρτημα με το οποίο απέβαλλαν το σιτάρι που ξεπερνούσε το μέτρο, η ρήγλα 2. λαβή με την οποία ο λαναράς περιέστρεφε τη συσκευή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστρέφω (πρβλ. περιστροφ ή) + κατάλ. ίς, πρβλ. επι στροφίς] …   Dictionary of Greek

  • Γκέρικε, Ότο φον- — (Otto von Guericke, Μαγδεμβούργο 1602 – Αμβούργο 1686). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο Λέιντεν και ταξίδεψε στη Γαλλία και στην Αγγλία. Το 1627 ονομάστηκε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της πόλης του Μαγδεμβούργου και το 1646 δήμαρχος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”